Αἰγιαλέα

Αἰγιαλέα
Αἰγιαλέᾱ , Αἰγιάλευς
masc acc sg
Αἰγιαλέᾱ , Αἰγιαλεύς
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αἰγιαλέας — Αἰγιαλέᾱς , Αἰγιάλευς masc acc pl Αἰγιαλέᾱς , Αἰγιαλεύς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… …   Dictionary of Greek

  • λαοδάμας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αλκίνοου, βασιλιά των Φαιάκων, νικητής στους αγώνες πυγμαχίας που έγιναν για να τιμηθεί ο Οδυσσέας. 2. Γιος του Αντήνορα, ήρωας των Τρώων, που σκοτώθηκε από τον Αίαντα στη μάχη που δόθηκε κοντά στα πλοία …   Dictionary of Greek

  • Αιγιαλεία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά του Άργους Αδράστου και της Αμφιθέας, σύζυγος του ήρωα του Τρωικού πολέμου Διομήδη. Αρχικά ήταν πιστή σύζυγος, όταν όμως σε κάποια μάχη ο Διομήδης τραυμάτισε την Αφροδίτη, η θεά, για να τον εκδικηθεί,… …   Dictionary of Greek

  • Αμφιθέα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος τουΑυτόλυκου, γιαγιά του Οδυσσέα και μητέρα της Αντίκλειας, γυναίκας του Λαέρτη. 2. Κόρη του Κύκνου, σύζυγος του Τένητα. 3. Μητέρα του Μακάρεα και της Κανάκης. 4. Σύζυγος του Άδραστου, μητέρα του Αιγιαλέα… …   Dictionary of Greek

  • Επίγονοι — Μυθολογικά πρόσωπα. Ονομασία που έφεραν οι γιοι των επτά αρχηγών που εκστράτευσαν εναντίον της Θήβας για να εκδικηθούν τον φόνο των πατέρων τους. Οι Ε. επανέλαβαν τον πόλεμο δέκα χρόνια αργότερα υπό την ηγεσία του Αδράστου και του γιου του,… …   Dictionary of Greek

  • Κυάνιππος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Φόρακα και μανιώδης κυνηγός, από τη Θεσσαλία. Σύμφωνα με την παράδοση, η σύζυγός του, Λευκονόη, δυσανασχετούσε επειδή ο άντρας της έλειπε συνεχώς στο κυνήγι και θεωρούσε ότι την απατούσε. Έτσι μια ημέρα που …   Dictionary of Greek

  • Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”